Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δειλίᾱ
δειλίᾱσις
δειλιάω
δειλινός
δείλομαι
δειλόομαι
δειλός
δεῖμα
δεῖμα
δειμαίνω
δειμαλέος
δειματόω
δείμομεν
Δειμός
δεῖν
δεῖν
δεῖνα
Δείναρχος
δεινοθέτᾱς
δεινολογέομαι
δεινολογίᾱ
View word page
δειμαλέος
δειμαλέοςη ονIon.adj of a voicefrightenedMosch.

ShortDef

timid

Debugging

Headword:
δειμαλέος
Headword (normalized):
δειμαλέος
Headword (normalized/stripped):
δειμαλεος
IDX:
8168
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8169
Key:
δειμαλέος

Data

{'headword_display': '<b>δειμαλέος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δειμαλέος</HL><Infl>η ον</Infl><PS>Ion.adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a voice</Indic><Tr>frightened</Tr><Au>Mosch.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δειμαλέος'}