Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δείλατα
δείλη
δειλίᾱ
δειλίᾱσις
δειλιάω
δειλινός
δείλομαι
δειλόομαι
δειλός
δεῖμα
δεῖμα
δειμαίνω
δειμαλέος
δειματόω
δείμομεν
Δειμός
δεῖν
δεῖν
δεῖνα
Δείναρχος
δεινοθέτᾱς
View word page
δεῖμα2
δεῖμα2ep.aor.seeδέμω

ShortDef

fear, affright

Debugging

Headword:
δεῖμα
Headword (normalized):
δεῖμα
Headword (normalized/stripped):
δειμα
IDX:
8166
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8167
Key:
δεῖμα_2

Data

{'headword_display': '<b>δεῖμα</b><sup>2</sup>', 'content': '<XE><RefFm>δεῖμα<Hm>2</Hm><LblR>ep.aor.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>δέμω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'δεῖμα_2'}