Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δείλαιος
δειλακρίων
δείλακρος
δείλατα
δείλη
δειλίᾱ
δειλίᾱσις
δειλιάω
δειλινός
δείλομαι
δειλόομαι
δειλός
δεῖμα
δεῖμα
δειμαίνω
δειμαλέος
δειματόω
δείμομεν
Δειμός
δεῖν
δεῖν
View word page
δειλόομαι
δειλόομαιmid.contr.vbδειλός be cowardlyS.Ichn.

ShortDef

to be afraid

Debugging

Headword:
δειλόομαι
Headword (normalized):
δειλόομαι
Headword (normalized/stripped):
δειλοομαι
IDX:
8163
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8164
Key:
δειλόομαι

Data

{'headword_display': '<b>δειλόομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δειλόομαι</HL><PS>mid.contr.vb</PS><Ety><Ref>δειλός</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>be cowardly</Tr><Au>S.<Wk>Ichn.</Wk></Au> </vS1> </VE>', 'key': 'δειλόομαι'}