Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δείλᾱ
δειλαίνω
δείλαιος
δειλακρίων
δείλακρος
δείλατα
δείλη
δειλίᾱ
δειλίᾱσις
δειλιάω
δειλινός
δείλομαι
δειλόομαι
δειλός
δεῖμα
δεῖμα
δειμαίνω
δειμαλέος
δειματόω
δείμομεν
Δειμός
View word page
δειλινός
δειλινόςή όνadjδείλη neut.adv.in the eveningMen. Theoc.

ShortDef

in the afternoon, western

Debugging

Headword:
δειλινός
Headword (normalized):
δειλινός
Headword (normalized/stripped):
δειλινος
IDX:
8161
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8162
Key:
δειλινός

Data

{'headword_display': '<b>δειλινός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δειλινός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>δείλη</Ref></Ety></HG> <aS1><SGrm><GLbl>neut.adv.</GLbl><Def>in the evening</Def><Au>Men. Theoc.</Au></SGrm></aS1></AE>', 'key': 'δειλινός'}