Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δεικτικός
δείλᾱ
δειλαίνω
δείλαιος
δειλακρίων
δείλακρος
δείλατα
δείλη
δειλίᾱ
δειλίᾱσις
δειλιάω
δειλινός
δείλομαι
δειλόομαι
δειλός
δεῖμα
δεῖμα
δειμαίνω
δειμαλέος
δειματόω
δείμομεν
View word page
δειλιάω
δειλιάωcontr.vb of the heartbe in a state of fearNT.

ShortDef

to be afraid

Debugging

Headword:
δειλιάω
Headword (normalized):
δειλιάω
Headword (normalized/stripped):
δειλιαω
IDX:
8160
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8161
Key:
δειλιάω

Data

{'headword_display': '<b>δειλιάω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δειλιάω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of the heart</Indic><Tr>be in a state of fear</Tr><Au>NT.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'δειλιάω'}