Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δεικανάω
δεικηλίκτᾱς
δείκηλον
δείκνῡμι
δεικτηριάς
δεικτικός
δείλᾱ
δειλαίνω
δείλαιος
δειλακρίων
δείλακρος
δείλατα
δείλη
δειλίᾱ
δειλίᾱσις
δειλιάω
δειλινός
δείλομαι
δειλόομαι
δειλός
δεῖμα
View word page
δείλακρος
δείλακροςᾱ ονadjreltd.δειλός of personswretchedCarm.Pop. Ar.

ShortDef

very pitiable

Debugging

Headword:
δείλακρος
Headword (normalized):
δείλακρος
Headword (normalized/stripped):
δειλακρος
IDX:
8155
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8156
Key:
δείλακρος

Data

{'headword_display': '<b>δείλακρος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δείλακρος</HL><Infl>ᾱ ον</Infl><PS>adj</PS><Ety>reltd.<Ref>δειλός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of persons</Indic><Tr>wretched</Tr><Au>Carm.Pop. Ar.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δείλακρος'}