Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δειδίσσομαι
δείδω
δειελιάω
δειελινός
δείελος
δεικανάω
δεικηλίκτᾱς
δείκηλον
δείκνῡμι
δεικτηριάς
δεικτικός
δείλᾱ
δειλαίνω
δείλαιος
δειλακρίων
δείλακρος
δείλατα
δείλη
δειλίᾱ
δειλίᾱσις
δειλιάω
View word page
δεικτικός
δεικτικόςή όνadjof arguments based on undisputed factsable to provide proofdemonstrativeArist.

ShortDef

able to show

Debugging

Headword:
δεικτικός
Headword (normalized):
δεικτικός
Headword (normalized/stripped):
δεικτικος
IDX:
8150
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8151
Key:
δεικτικός

Data

{'headword_display': '<b>δεικτικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δεικτικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of arguments based on undisputed facts</Indic><Def>able to provide proof</Def><Tr>demonstrative</Tr><Au>Arist.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δεικτικός'}