Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δεητικός
δεθήσομαι
δεῖ
δεῖγμα
δειγματίζω
δειδήμων
δειδίσκομαι
δειδίσσομαι
δείδω
δειελιάω
δειελινός
δείελος
δεικανάω
δεικηλίκτᾱς
δείκηλον
δείκνῡμι
δεικτηριάς
δεικτικός
δείλᾱ
δειλαίνω
δείλαιος
View word page
δειελινός
δειελινόςή όνadj of darknessof eveningAR. quasi-advbl., of persons doing sthg.in the eveningCall. Theoc.

ShortDef

at evening

Debugging

Headword:
δειελινός
Headword (normalized):
δειελινός
Headword (normalized/stripped):
δειελινος
IDX:
8143
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8144
Key:
δειελινός

Data

{'headword_display': '<b>δειελινός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δειελινός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of darkness</Indic><Tr>of evening</Tr><Au>AR.</Au></aS1> <aS1><Indic>quasi-advbl., of persons doing sthg.</Indic><Tr>in the evening</Tr><Au>Call. Theoc.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δειελινός'}