Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δέελος
δέη
δέημα
δέησις
δεήσω
δεητικός
δεθήσομαι
δεῖ
δεῖγμα
δειγματίζω
δειδήμων
δειδίσκομαι
δειδίσσομαι
δείδω
δειελιάω
δειελινός
δείελος
δεικανάω
δεικηλίκτᾱς
δείκηλον
δείκνῡμι
View word page
δειδήμων
δειδήμωνονοςmasc.fem.adjδείδω of personscowardlyIl.

ShortDef

fearful, cowardly

Debugging

Headword:
δειδήμων
Headword (normalized):
δειδήμων
Headword (normalized/stripped):
δειδημων
IDX:
8138
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8139
Key:
δειδήμων

Data

{'headword_display': '<b>δειδήμων</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δειδήμων</HL><Infl>ονος</Infl><PS>masc.fem.adj</PS><Ety><Ref>δείδω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of persons</Indic><Tr>cowardly</Tr><Au>Il.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δειδήμων'}