Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
δεδιώς
δέδμᾱνται
δέδμημαι
δέδμημαι
δεδμήσομαι
δέδογμαι
δέδοικα
δεδόκημαι
δεδοκημένος
δέδορκα
δεδραγμένος
δέδρᾱκα
δέδῡκα
δέελος
δέη
δέημα
δέησις
δεήσω
δεητικός
δεθήσομαι
δεῖ
View word page
δεδραγμένος
δεδραγμένος
pf.mid.ptcpl.
see
δράσσομαι
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
δεδραγμένος
Headword (normalized):
δεδραγμένος
Headword (normalized/stripped):
δεδραγμενος
IDX:
8125
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8126
Key:
δεδραγμένος
Data
{'headword_display': '<b>δεδραγμένος</b>', 'content': '<XE><RefFm>δεδραγμένος<LblR>pf.mid.ptcpl.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>δράσσομαι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'δεδραγμένος'}