Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δεδίωγμαι
δεδιώς
δέδμᾱνται
δέδμημαι
δέδμημαι
δεδμήσομαι
δέδογμαι
δέδοικα
δεδόκημαι
δεδοκημένος
δέδορκα
δεδραγμένος
δέδρᾱκα
δέδῡκα
δέελος
δέη
δέημα
δέησις
δεήσω
δεητικός
δεθήσομαι
View word page
δέδορκα
δέδορκαpf.seeδέρκομαι

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δέδορκα
Headword (normalized):
δέδορκα
Headword (normalized/stripped):
δεδορκα
IDX:
8124
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8125
Key:
δέδορκα

Data

{'headword_display': '<b>δέδορκα</b>', 'content': '<XE><RefFm>δέδορκα<LblR>pf.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>δέρκομαι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'δέδορκα'}