Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
δεδισκόμενος
δεδίωγμαι
δεδιώς
δέδμᾱνται
δέδμημαι
δέδμημαι
δεδμήσομαι
δέδογμαι
δέδοικα
δεδόκημαι
δεδοκημένος
δέδορκα
δεδραγμένος
δέδρᾱκα
δέδῡκα
δέελος
δέη
δέημα
δέησις
δεήσω
δεητικός
View word page
δεδοκημένος
δεδοκημένος
ep.pf.mid.ptcpl.
see
δέχομαι
ShortDef
waiting, lying in wait
Debugging
Headword:
δεδοκημένος
Headword (normalized):
δεδοκημένος
Headword (normalized/stripped):
δεδοκημενος
IDX:
8123
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8124
Key:
δεδοκημένος
Data
{'headword_display': '<b>δεδοκημένος</b>', 'content': '<XE><RefFm>δεδοκημένος<LblR>ep.pf.mid.ptcpl.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>δέχομαι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'δεδοκημένος'}