Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
δέδια
δεδίδαχα
δεδίσκομαι
δεδισκόμενος
δεδίωγμαι
δεδιώς
δέδμᾱνται
δέδμημαι
δέδμημαι
δεδμήσομαι
δέδογμαι
δέδοικα
δεδόκημαι
δεδοκημένος
δέδορκα
δεδραγμένος
δέδρᾱκα
δέδῡκα
δέελος
δέη
δέημα
View word page
δέδογμαι
δέδογμαι
pf.mid.pass.
see
δοκέω
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
δέδογμαι
Headword (normalized):
δέδογμαι
Headword (normalized/stripped):
δεδογμαι
IDX:
8120
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8121
Key:
δέδογμαι
Data
{'headword_display': '<b>δέδογμαι</b>', 'content': '<XE><RefFm>δέδογμαι<LblR>pf.mid.pass.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>δοκέω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'δέδογμαι'}