Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δέδεξο
δέδηγμαι
δέδηε
δεδήσομαι
δέδια
δεδίδαχα
δεδίσκομαι
δεδισκόμενος
δεδίωγμαι
δεδιώς
δέδμᾱνται
δέδμημαι
δέδμημαι
δεδμήσομαι
δέδογμαι
δέδοικα
δεδόκημαι
δεδοκημένος
δέδορκα
δεδραγμένος
δέδρᾱκα
View word page
δέδμᾱνται
δέδμᾱνταιdial.3pl.pf.pass.seeδέμω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δέδμᾱνται
Headword (normalized):
δέδμᾱνται
Headword (normalized/stripped):
δεδμανται
IDX:
8116
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8117
Key:
δέδμᾱνται

Data

{'headword_display': '<b>δέδμᾱνται</b>', 'content': '<XE><RefFm>δέδμᾱνται<LblR>dial.3pl.pf.pass.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>δέμω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'δέδμᾱνται'}