Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
δέδεκα
δέδεμαι
δέδεξο
δέδηγμαι
δέδηε
δεδήσομαι
δέδια
δεδίδαχα
δεδίσκομαι
δεδισκόμενος
δεδίωγμαι
δεδιώς
δέδμᾱνται
δέδμημαι
δέδμημαι
δεδμήσομαι
δέδογμαι
δέδοικα
δεδόκημαι
δεδοκημένος
δέδορκα
View word page
δεδίωγμαι
δεδίωγμαι
pf.pass.
see
διώκω
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
δεδίωγμαι
Headword (normalized):
δεδίωγμαι
Headword (normalized/stripped):
δεδιωγμαι
IDX:
8114
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8115
Key:
δεδίωγμαι
Data
{'headword_display': '<b>δεδίωγμαι</b>', 'content': '<XE><RefFm>δεδίωγμαι<LblR>pf.pass.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>διώκω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'δεδίωγμαι'}