Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
δέδειχα
δέδεκα
δέδεμαι
δέδεξο
δέδηγμαι
δέδηε
δεδήσομαι
δέδια
δεδίδαχα
δεδίσκομαι
δεδισκόμενος
δεδίωγμαι
δεδιώς
δέδμᾱνται
δέδμημαι
δέδμημαι
δεδμήσομαι
δέδογμαι
δέδοικα
δεδόκημαι
δεδοκημένος
View word page
δεδισκόμενος
δεδισκόμενος
ep.mid.ptcpl.
see
δειδίσκομαι
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
δεδισκόμενος
Headword (normalized):
δεδισκόμενος
Headword (normalized/stripped):
δεδισκομενος
IDX:
8113
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8114
Key:
δεδισκόμενος
Data
{'headword_display': '<b>δεδισκόμενος</b>', 'content': '<XE><RefFm>δεδισκόμενος<LblR>ep.mid.ptcpl.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>δειδίσκομαι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'δεδισκόμενος'}