Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
δεδαυμένος
δεδαώς
δέδεγμαι
δεδέηκα
δέδειχα
δέδεκα
δέδεμαι
δέδεξο
δέδηγμαι
δέδηε
δεδήσομαι
δέδια
δεδίδαχα
δεδίσκομαι
δεδισκόμενος
δεδίωγμαι
δεδιώς
δέδμᾱνται
δέδμημαι
δέδμημαι
δεδμήσομαι
View word page
δεδήσομαι
δεδήσομαι
fut.pf.pass.
see
δέω
1
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
δεδήσομαι
Headword (normalized):
δεδήσομαι
Headword (normalized/stripped):
δεδησομαι
IDX:
8109
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8110
Key:
δεδήσομαι
Data
{'headword_display': '<b>δεδήσομαι</b>', 'content': '<XE><RefFm>δεδήσομαι<LblR>fut.pf.pass.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>δέω<Hm>1</Hm></Ref></XR> </XE>', 'key': 'δεδήσομαι'}