Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δεδαίαται
δέδαρμαι
δέδασται
δεδαυμένος
δεδαώς
δέδεγμαι
δεδέηκα
δέδειχα
δέδεκα
δέδεμαι
δέδεξο
δέδηγμαι
δέδηε
δεδήσομαι
δέδια
δεδίδαχα
δεδίσκομαι
δεδισκόμενος
δεδίωγμαι
δεδιώς
δέδμᾱνται
View word page
δέδεξο
δέδεξοep.pf.mid.imperatv.δεδέξομαιep.fut.pf.mid.δέδεχθεep.2pl.pf.mid.imperatv.seeδέχομαι

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δέδεξο
Headword (normalized):
δέδεξο
Headword (normalized/stripped):
δεδεξο
IDX:
8106
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8107
Key:
δέδεξο

Data

{'headword_display': '<b>δέδεξο</b>', 'content': '<XE><RefFm>δέδεξο<LblR>ep.pf.mid.imperatv.</LblR></RefFm><RefFm>δεδέξομαι<LblR>ep.fut.pf.mid.</LblR></RefFm><RefFm>δέδεχθε<LblR>ep.2pl.pf.mid.imperatv.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>δέχομαι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'δέδεξο'}