Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δεδαγμένος
δέδαε
δεδαίαται
δέδαρμαι
δέδασται
δεδαυμένος
δεδαώς
δέδεγμαι
δεδέηκα
δέδειχα
δέδεκα
δέδεμαι
δέδεξο
δέδηγμαι
δέδηε
δεδήσομαι
δέδια
δεδίδαχα
δεδίσκομαι
δεδισκόμενος
δεδίωγμαι
View word page
δέδεκα
δέδεκαpf.seeδέω1

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δέδεκα
Headword (normalized):
δέδεκα
Headword (normalized/stripped):
δεδεκα
IDX:
8104
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8105
Key:
δέδεκα

Data

{'headword_display': '<b>δέδεκα</b>', 'content': '<XE><RefFm>δέδεκα<LblR>pf.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>δέω<Hm>1</Hm></Ref></XR> </XE>', 'key': 'δέδεκα'}