Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δέατο
δέγμενος
δεδάασθαι
δεδαγμένος
δέδαε
δεδαίαται
δέδαρμαι
δέδασται
δεδαυμένος
δεδαώς
δέδεγμαι
δεδέηκα
δέδειχα
δέδεκα
δέδεμαι
δέδεξο
δέδηγμαι
δέδηε
δεδήσομαι
δέδια
δεδίδαχα
View word page
δέδεγμαι
δέδεγμαιpf.mid.seeδέχομαι

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δέδεγμαι
Headword (normalized):
δέδεγμαι
Headword (normalized/stripped):
δεδεγμαι
IDX:
8101
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8102
Key:
δέδεγμαι

Data

{'headword_display': '<b>δέδεγμαι</b>', 'content': '<XE><RefFm>δέδεγμαι<LblR>pf.mid.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>δέχομαι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'δέδεγμαι'}