Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀρίθμημα
ἀρίθμησις
ἀριθμητικός
ἀριθμητός
ἀρίθμιος
ἀριθμός
Ἀριμασποί
Ἄριοι
ἀριπρεπής
ἀρίσημος
ἀρισθάρματος
ἀρισκῡδής
Ἀρισταῖος
ἀρισταλκής
ἀρίσταρχος
ᾱ̓ριστάω
ἀριστείᾱ
ἀριστεῖον
ἀριστερός
ἀριστεύς
ἀριστεύω
View word page
ἀρισθ-άρματος
ἀρισθάρματοςονadjἄριστοςἅρμα of a prizefor the winning chariotPi.

ShortDef

best in the chariot-race

Debugging

Headword:
ἀρισθάρματος
Headword (normalized):
ἀρισθάρματος
Headword (normalized/stripped):
αρισθαρματος
IDX:
809
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-810
Key:
ἀρισθάρματος

Data

{'headword_display': '<b>ἀρισθ-άρματος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀρισθ<hyph/>άρματος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἄριστος</Ref><Ref>ἅρμα</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a prize</Indic><Tr>for the winning chariot</Tr><Au>Pi.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀρισθάρματος'}