Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δαφνώδης
δαφοινός
δαχθείς
δαψίλεια
δαψιλής
δαῶμεν
δέ
δέατο
δέγμενος
δεδάασθαι
δεδαγμένος
δέδαε
δεδαίαται
δέδαρμαι
δέδασται
δεδαυμένος
δεδαώς
δέδεγμαι
δεδέηκα
δέδειχα
δέδεκα
View word page
δεδαγμένος
δεδαγμένοςdial.pf.pass.ptcpl.seeδάκνω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δεδαγμένος
Headword (normalized):
δεδαγμένος
Headword (normalized/stripped):
δεδαγμενος
IDX:
8094
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8095
Key:
δεδαγμένος

Data

{'headword_display': '<b>δεδαγμένος</b>', 'content': '<XE><RefFm>δεδαγμένος<LblR>dial.pf.pass.ptcpl.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>δάκνω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'δεδαγμένος'}