Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δατέομαι
δατήριος
δατητής
Δαυλίς
δαῦλος
δαὖτε
δάφνη
δαφνηφορέω
δαφνηφόρος
δάφνινος
δαφνώδης
δαφοινός
δαχθείς
δαψίλεια
δαψιλής
δαῶμεν
δέ
δέατο
δέγμενος
δεδάασθαι
δεδαγμένος
View word page
δαφνώδης
δαφνώδηςεςadj of dellsfull of laurelsE.

ShortDef

like laurel: laurelled

Debugging

Headword:
δαφνώδης
Headword (normalized):
δαφνώδης
Headword (normalized/stripped):
δαφνωδης
IDX:
8084
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8085
Key:
δαφνώδης

Data

{'headword_display': '<b>δαφνώδης</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δαφνώδης</HL><Infl>ες</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of dells</Indic><Tr>full of laurels</Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δαφνώδης'}