Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δασύς
δασύστερνος
δασύτης
δατέομαι
δατήριος
δατητής
Δαυλίς
δαῦλος
δαὖτε
δάφνη
δαφνηφορέω
δαφνηφόρος
δάφνινος
δαφνώδης
δαφοινός
δαχθείς
δαψίλεια
δαψιλής
δαῶμεν
δέ
δέατο
View word page
δαφνηφορέω
δαφνηφορέωcontr.vbδαφνηφόρος of soldiers, in a triumphal processionhold a laurel branchPlu. or perh. wear a laurel garland

ShortDef

to bear a laurel crown

Debugging

Headword:
δαφνηφορέω
Headword (normalized):
δαφνηφορέω
Headword (normalized/stripped):
δαφνηφορεω
IDX:
8081
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8082
Key:
δαφνηφορέω

Data

{'headword_display': '<b>δαφνηφορέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δαφνηφορέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>δαφνηφόρος</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Indic>of soldiers, in a triumphal procession</Indic><Tr>hold a laurel branch</Tr><Au>Plu.</Au> <Extra>or perh. <ital>wear a laurel garland</ital></Extra> </vS1> </VE>', 'key': 'δαφνηφορέω'}