Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δασύθριξ
δασύκερκος
δασύμαλλος
δασῡ́νομαι
δασύπους
δασυπώγων
δασύς
δασύστερνος
δασύτης
δατέομαι
δατήριος
δατητής
Δαυλίς
δαῦλος
δαὖτε
δάφνη
δαφνηφορέω
δαφνηφόρος
δάφνινος
δαφνώδης
δαφοινός
View word page
δατήριος
δατήριοςονadj of a dreamconcerning divisionw.gen.of wealthA.

ShortDef

dividing, distributing

Debugging

Headword:
δατήριος
Headword (normalized):
δατήριος
Headword (normalized/stripped):
δατηριος
IDX:
8075
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8076
Key:
δατήριος

Data

{'headword_display': '<b>δατήριος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δατήριος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a dream</Indic><Tr>concerning division<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of wealth</Expl></Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δατήριος'}