Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δάσονται
δασπλής
δάσσασθαι
δασύθριξ
δασύκερκος
δασύμαλλος
δασῡ́νομαι
δασύπους
δασυπώγων
δασύς
δασύστερνος
δασύτης
δατέομαι
δατήριος
δατητής
Δαυλίς
δαῦλος
δαὖτε
δάφνη
δαφνηφορέω
δαφνηφόρος
View word page
δασύ-στερνος
δασύστερνοςονadjστέρνον of wild beasts, centaursshaggy-chestedHes. S.

ShortDef

shaggy-breasted

Debugging

Headword:
δασύστερνος
Headword (normalized):
δασύστερνος
Headword (normalized/stripped):
δασυστερνος
IDX:
8072
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8073
Key:
δασύστερνος

Data

{'headword_display': '<b>δασύ-στερνος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δασύ<hyph/>στερνος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>στέρνον</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of wild beasts, centaurs</Indic><Tr>shaggy-chested</Tr><Au>Hes. S.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δασύστερνος'}