Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δασμοφορέω
δασμοφόρος
δάσονται
δασπλής
δάσσασθαι
δασύθριξ
δασύκερκος
δασύμαλλος
δασῡ́νομαι
δασύπους
δασυπώγων
δασύς
δασύστερνος
δασύτης
δατέομαι
δατήριος
δατητής
Δαυλίς
δαῦλος
δαὖτε
δάφνη
View word page
δασυ-πώγων
δασυπώγωνονgen.ωνοςadj of a manbushy-beardedAr.

ShortDef

shaggy-bearded

Debugging

Headword:
δασυπώγων
Headword (normalized):
δασυπώγων
Headword (normalized/stripped):
δασυπωγων
IDX:
8070
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8071
Key:
δασυπώγων

Data

{'headword_display': '<b>δασυ-πώγων</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δασυ<hyph/>πώγων</HL><Infl>ον</Infl><VInfl><Lbl>gen.</Lbl><FmInfl>ωνος</FmInfl></VInfl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a man</Indic><Tr>bushy-bearded</Tr><Au>Ar.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δασυπώγων'}