Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δασμολογίᾱ
δασμός
δασμοφορέω
δασμοφόρος
δάσονται
δασπλής
δάσσασθαι
δασύθριξ
δασύκερκος
δασύμαλλος
δασῡ́νομαι
δασύπους
δασυπώγων
δασύς
δασύστερνος
δασύτης
δατέομαι
δατήριος
δατητής
Δαυλίς
δαῦλος
View word page
δασῡ́νομαι
δασῡ́νομαιpass.vb of a womanbecome hairyAr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δασῡ́νομαι
Headword (normalized):
δασῡ́νομαι
Headword (normalized/stripped):
δασυνομαι
IDX:
8068
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8069
Key:
δασῡ́νομαι

Data

{'headword_display': '<b>δασῡ́νομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δασῡ́νομαι</HL><PS>pass.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of a woman</Indic><Tr>become hairy</Tr><Au>Ar.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'δασῡ́νομαι'}