Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δασμολογέω
δασμολογίᾱ
δασμός
δασμοφορέω
δασμοφόρος
δάσονται
δασπλής
δάσσασθαι
δασύθριξ
δασύκερκος
δασύμαλλος
δασῡ́νομαι
δασύπους
δασυπώγων
δασύς
δασύστερνος
δασύτης
δατέομαι
δατήριος
δατητής
Δαυλίς
View word page
δασύ-μαλλος
δασύμαλλοςονadjμαλλός of rams, a goatskinthick-fleecedOd. E.Cyc.

ShortDef

thick-fleeced, woolly

Debugging

Headword:
δασύμαλλος
Headword (normalized):
δασύμαλλος
Headword (normalized/stripped):
δασυμαλλος
IDX:
8067
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8068
Key:
δασύμαλλος

Data

{'headword_display': '<b>δασύ-μαλλος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δασύ<hyph/>μαλλος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>μαλλός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of rams, a goatskin</Indic><Tr>thick-fleeced</Tr><Au>Od. E.<Wk>Cyc.</Wk></Au></aS1></AE>', 'key': 'δασύμαλλος'}