Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δάσμευσις
δασμολογέω
δασμολογίᾱ
δασμός
δασμοφορέω
δασμοφόρος
δάσονται
δασπλής
δάσσασθαι
δασύθριξ
δασύκερκος
δασύμαλλος
δασῡ́νομαι
δασύπους
δασυπώγων
δασύς
δασύστερνος
δασύτης
δατέομαι
δατήριος
δατητής
View word page
δασύ-κερκος
δασύκερκοςονadjκέρκοςdial.masc.fem.acc.pl.
δασυκέρκος
of foxesbushy-tailedTheoc.

ShortDef

bushy-tailed

Debugging

Headword:
δασύκερκος
Headword (normalized):
δασύκερκος
Headword (normalized/stripped):
δασυκερκος
IDX:
8066
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8067
Key:
δασύκερκος

Data

{'headword_display': '<b>δασύ-κερκος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δασύ<hyph/>κερκος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>κέρκος</Ref></Ety><FG><Case><Lbl>dial.masc.fem.acc.pl.</Lbl><Form>δασυκέρκος</Form></Case></FG></HG> <aS1><Indic>of foxes</Indic><Tr>bushy-tailed</Tr><Au>Theoc.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δασύκερκος'}