Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δᾱρόβιος
δᾱρός
δᾴς
δάσασθαι
δάσκιος
δάσμευσις
δασμολογέω
δασμολογίᾱ
δασμός
δασμοφορέω
δασμοφόρος
δάσονται
δασπλής
δάσσασθαι
δασύθριξ
δασύκερκος
δασύμαλλος
δασῡ́νομαι
δασύπους
δασυπώγων
δασύς
View word page
δασμο-φόρος
δασμοφόροςονadjδασμόςφέρω of persons, regionspaying tributeHdt. X.

ShortDef

paying tribute, tributary

Debugging

Headword:
δασμοφόρος
Headword (normalized):
δασμοφόρος
Headword (normalized/stripped):
δασμοφορος
IDX:
8061
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8062
Key:
δασμοφόρος

Data

{'headword_display': '<b>δασμο-φόρος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δασμο<hyph/>φόρος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>δασμός</Ref><Ref>φέρω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of persons, regions</Indic><Tr>paying tribute</Tr><Au>Hdt. X.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δασμοφόρος'}