Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Δᾱρεῖος
δαρήσομαι
δαρθάνω
δᾱρόβιος
δᾱρός
δᾴς
δάσασθαι
δάσκιος
δάσμευσις
δασμολογέω
δασμολογίᾱ
δασμός
δασμοφορέω
δασμοφόρος
δάσονται
δασπλής
δάσσασθαι
δασύθριξ
δασύκερκος
δασύμαλλος
δασῡ́νομαι
View word page
δασμολογίᾱ
δασμολογίᾱᾱςf collection of tributePlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δασμολογίᾱ
Headword (normalized):
δασμολογίᾱ
Headword (normalized/stripped):
δασμολογια
IDX:
8058
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8059
Key:
δασμολογίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>δασμολογίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>δασμολογίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>collection of tribute</Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'δασμολογίᾱ'}