Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Δᾱρεικός
Δᾱρειογενής
Δᾱρεῖος
δαρήσομαι
δαρθάνω
δᾱρόβιος
δᾱρός
δᾴς
δάσασθαι
δάσκιος
δάσμευσις
δασμολογέω
δασμολογίᾱ
δασμός
δασμοφορέω
δασμοφόρος
δάσονται
δασπλής
δάσσασθαι
δασύθριξ
δασύκερκος
View word page
δάσμευσις
δάσμευσιςεωςfδασμός distributionof foodX.

ShortDef

a distributing

Debugging

Headword:
δάσμευσις
Headword (normalized):
δάσμευσις
Headword (normalized/stripped):
δασμευσις
IDX:
8056
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8057
Key:
δάσμευσις

Data

{'headword_display': '<b>δάσμευσις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>δάσμευσις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>δασμός</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>distribution<Expl>of food</Expl></Tr><Au>X.</Au></nS1></NE>', 'key': 'δάσμευσις'}