Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
Δάρδανος
δαρδάπτω
Δᾱρεικός
Δᾱρειογενής
Δᾱρεῖος
δαρήσομαι
δαρθάνω
δᾱρόβιος
δᾱρός
δᾴς
δάσασθαι
δάσκιος
δάσμευσις
δασμολογέω
δασμολογίᾱ
δασμός
δασμοφορέω
δασμοφόρος
δάσονται
δασπλής
δάσσασθαι
View word page
δάσασθαι
δάσασθαι
aor.mid.inf.
see
δατέομαι
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
δάσασθαι
Headword (normalized):
δάσασθαι
Headword (normalized/stripped):
δασασθαι
IDX:
8054
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8055
Key:
δάσασθαι
Data
{'headword_display': '<b>δάσασθαι</b>', 'content': '<XE><RefFm>δάσασθαι<LblR>aor.mid.inf.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>δατέομαι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'δάσασθαι'}