Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δάπανος
δάπεδον
δάπις
δάπτω
Δάρδανος
δαρδάπτω
Δᾱρεικός
Δᾱρειογενής
Δᾱρεῖος
δαρήσομαι
δαρθάνω
δᾱρόβιος
δᾱρός
δᾴς
δάσασθαι
δάσκιος
δάσμευσις
δασμολογέω
δασμολογίᾱ
δασμός
δασμοφορέω
View word page
δαρθάνω
δαρθάνωvbonly 3sg.aor.2
ἔδραθε
sleepOd.

ShortDef

to sleep

Debugging

Headword:
δαρθάνω
Headword (normalized):
δαρθάνω
Headword (normalized/stripped):
δαρθανω
IDX:
8050
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8051
Key:
δαρθάνω

Data

{'headword_display': '<b>δαρθάνω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δαρθάνω</HL><PS>vb</PS><FG><Tns><Lbl>only 3sg.aor.2</Lbl><Form>ἔδραθε</Form></Tns></FG></vHG> <vS1><Tr>sleep</Tr><Au>Od.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'δαρθάνω'}