Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δαπάνημα
δαπανηρίᾱ
δαπανηρός
δάπανος
δάπεδον
δάπις
δάπτω
Δάρδανος
δαρδάπτω
Δᾱρεικός
Δᾱρειογενής
Δᾱρεῖος
δαρήσομαι
δαρθάνω
δᾱρόβιος
δᾱρός
δᾴς
δάσασθαι
δάσκιος
δάσμευσις
δασμολογέω
View word page
Δᾱρειο-γενής
ΔᾱρειογενήςέςadjΔᾱρεῖος; γένοςγίγνομαι of Xerxesdescended from Dariusi.e. his sonA.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
Δᾱρειογενής
Headword (normalized):
δᾱρειογενής
Headword (normalized/stripped):
δαρειογενης
IDX:
8047
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8048
Key:
Δᾱρειογενής

Data

{'headword_display': '<b>Δᾱρειο-γενής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>Δᾱρειο<hyph/>γενής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>Δᾱρεῖος</Ref>; <Ref>γένος</Ref><Ref>γίγνομαι</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of Xerxes</Indic><Tr>descended from Darius<Expl>i.e. his son</Expl></Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'Δᾱρειογενής'}