Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δανειστής
δανειστικός
δᾱνός
δάνος
δάος
δᾷος
δᾳόω
δαπανάω
δαπάνη
δαπάνημα
δαπανηρίᾱ
δαπανηρός
δάπανος
δάπεδον
δάπις
δάπτω
Δάρδανος
δαρδάπτω
Δᾱρεικός
Δᾱρειογενής
Δᾱρεῖος
View word page
δαπανηρίᾱ
δαπανηρίᾱᾱςfδαπανηρός lavish expenditure, extravaganceArist.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δαπανηρίᾱ
Headword (normalized):
δαπανηρίᾱ
Headword (normalized/stripped):
δαπανηρια
IDX:
8038
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8039
Key:
δαπανηρίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>δαπανηρίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>δαπανηρίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>δαπανηρός</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>lavish expenditure, extravagance</Tr><Au>Arist.</Au></nS1></NE>', 'key': 'δαπανηρίᾱ'}