Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δᾱμώματα
δᾱ̄́μων
Δᾶν
δᾱναιός
Δαναός
δανείζω
δάνειον
δάνεισμα
δανεισμός
δανειστής
δανειστικός
δᾱνός
δάνος
δάος
δᾷος
δᾳόω
δαπανάω
δαπάνη
δαπάνημα
δαπανηρίᾱ
δαπανηρός
View word page
δανειστικός
δανειστικόςή όνadj of the practiceof money-lendingThphr. of menengaged in money-lendingPlu.

ShortDef

of or for money-lending

Debugging

Headword:
δανειστικός
Headword (normalized):
δανειστικός
Headword (normalized/stripped):
δανειστικος
IDX:
8029
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8030
Key:
δανειστικός

Data

{'headword_display': '<b>δανειστικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δανειστικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of the practice</Indic><Tr>of money-lending</Tr><Au>Thphr.</Au></aS1> <aS1><Indic>of men</Indic><Tr>engaged in money-lending</Tr><Au>Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δανειστικός'}