Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δάμνημι
δᾱμογέρων
δαμόωσι
δᾱμώματα
δᾱ̄́μων
Δᾶν
δᾱναιός
Δαναός
δανείζω
δάνειον
δάνεισμα
δανεισμός
δανειστής
δανειστικός
δᾱνός
δάνος
δάος
δᾷος
δᾳόω
δαπανάω
δαπάνη
View word page
δάνεισμα
δάνεισμαατοςnδανείζω granting of a loanloanTh. Pl. Is. D.

ShortDef

a loan

Debugging

Headword:
δάνεισμα
Headword (normalized):
δάνεισμα
Headword (normalized/stripped):
δανεισμα
IDX:
8026
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8027
Key:
δάνεισμα

Data

{'headword_display': '<b>δάνεισμα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>δάνεισμα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>δανείζω</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>granting of a loan</Def><Tr>loan</Tr><Au>Th. Pl. Is. D.</Au></nS1></NE>', 'key': 'δάνεισμα'}