Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
δαμάλης
δαμαλίζομαι
δάμαλις
δάμαρ
δάμασα
δαμάσδω
δαμασίμβροτος
δαμάσιππος
δαμασίφρων
δαμασίχθων
δαμάσσει
δαμάτειρα
Δᾱμᾱ́τηρ
δαμείην
δᾱ́μιος
δᾱμιουργός
δαμνάω
δάμνημι
δᾱμογέρων
δαμόωσι
δᾱμώματα
View word page
δαμάσσει
δαμάσσει
ep.3sg.fut.
see
δαμάζω
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
δαμάσσει
Headword (normalized):
δαμάσσει
Headword (normalized/stripped):
δαμασσει
IDX:
8009
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8010
Key:
δαμάσσει
Data
{'headword_display': '<b>δαμάσσει</b>', 'content': '<XE><RefFm>δαμάσσει<LblR>ep.3sg.fut.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>δαμάζω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'δαμάσσει'}