Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δαμάζω
Δαμαῖος
δαμάλη
δαμάλης
δαμαλίζομαι
δάμαλις
δάμαρ
δάμασα
δαμάσδω
δαμασίμβροτος
δαμάσιππος
δαμασίφρων
δαμασίχθων
δαμάσσει
δαμάτειρα
Δᾱμᾱ́τηρ
δαμείην
δᾱ́μιος
δᾱμιουργός
δαμνάω
δάμνημι
View word page
δαμάσ-ιππος
δαμάσιπποςονadjἵππος of Athenahorse-tamingLamprocl.of LydiaB.

ShortDef

horse-taming

Debugging

Headword:
δαμάσιππος
Headword (normalized):
δαμάσιππος
Headword (normalized/stripped):
δαμασιππος
IDX:
8006
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8007
Key:
δαμάσιππος

Data

{'headword_display': '<b>δαμάσ-ιππος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δαμάσ<hyph/>ιππος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἵππος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of Athena</Indic><Tr>horse-taming</Tr><Au>Lamprocl.</Au><aS2><Indic>of Lydia</Indic><Au>B.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'δαμάσιππος'}