Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δαμᾷ
δαμάζω
Δαμαῖος
δαμάλη
δαμάλης
δαμαλίζομαι
δάμαλις
δάμαρ
δάμασα
δαμάσδω
δαμασίμβροτος
δαμάσιππος
δαμασίφρων
δαμασίχθων
δαμάσσει
δαμάτειρα
Δᾱμᾱ́τηρ
δαμείην
δᾱ́μιος
δᾱμιουργός
δαμνάω
View word page
δαμασί-μβροτος
δαμασίμβροτοςονadjδάμνημιβροτός of Sparta, weaponsman-conqueringSimon. Pi. B.

ShortDef

taming mortals, man-slaying

Debugging

Headword:
δαμασίμβροτος
Headword (normalized):
δαμασίμβροτος
Headword (normalized/stripped):
δαμασιμβροτος
IDX:
8005
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8006
Key:
δαμασίμβροτος

Data

{'headword_display': '<b>δαμασί-μβροτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δαμασί<hyph/>μβροτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>δάμνημι</Ref><Ref>βροτός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of Sparta, weapons</Indic><Tr>man-conquering</Tr><Au>Simon. Pi. B.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δαμασίμβροτος'}