Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Δᾱ́λιος
Δᾱλογενής
Δᾶλος
δᾱλός
δαμᾷ
δαμάζω
Δαμαῖος
δαμάλη
δαμάλης
δαμαλίζομαι
δάμαλις
δάμαρ
δάμασα
δαμάσδω
δαμασίμβροτος
δαμάσιππος
δαμασίφρων
δαμασίχθων
δαμάσσει
δαμάτειρα
Δᾱμᾱ́τηρ
View word page
δάμαλις
δάμαλιςεωςfδαμάλη cow, heiferA. B.

ShortDef

a heifer

Debugging

Headword:
δάμαλις
Headword (normalized):
δάμαλις
Headword (normalized/stripped):
δαμαλις
IDX:
8001
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8002
Key:
δάμαλις

Data

{'headword_display': '<b>δάμαλις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>δάμαλις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>δαμάλη</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>cow, heifer</Tr><Au>A. B.</Au></nS1></NE>', 'key': 'δάμαλις'}