Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δᾱλίον
Δᾱ́λιος
Δᾱλογενής
Δᾶλος
δᾱλός
δαμᾷ
δαμάζω
Δαμαῖος
δαμάλη
δαμάλης
δαμαλίζομαι
δάμαλις
δάμαρ
δάμασα
δαμάσδω
δαμασίμβροτος
δαμάσιππος
δαμασίφρων
δαμασίχθων
δαμάσσει
δαμάτειρα
View word page
δαμαλίζομαι
δαμαλίζομαιmid.vb tame, break inhorsesE.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δαμαλίζομαι
Headword (normalized):
δαμαλίζομαι
Headword (normalized/stripped):
δαμαλιζομαι
IDX:
8000
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8001
Key:
δαμαλίζομαι

Data

{'headword_display': '<b>δαμαλίζομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δαμαλίζομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>tame, break in</Tr><Obj>horses<Au>E.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'δαμαλίζομαι'}