Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δᾱλέομαι
δᾱλίον
Δᾱ́λιος
Δᾱλογενής
Δᾶλος
δᾱλός
δαμᾷ
δαμάζω
Δαμαῖος
δαμάλη
δαμάλης
δαμαλίζομαι
δάμαλις
δάμαρ
δάμασα
δαμάσδω
δαμασίμβροτος
δαμάσιππος
δαμασίφρων
δαμασίχθων
δαμάσσει
View word page
δαμάλης
δαμάληςεωIon.m conquerorref. to ErosAnacr.

ShortDef

a young steer

Debugging

Headword:
δαμάλης
Headword (normalized):
δαμάλης
Headword (normalized/stripped):
δαμαλης
IDX:
7999
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8000
Key:
δαμάλης

Data

{'headword_display': '<b>δαμάλης</b>', 'content': '<NE><HG><HL>δαμάλης</HL><Infl>εω</Infl><PS>Ion.m</PS></HG> <nS1><Tr>conqueror<Expl>ref. to Eros</Expl></Tr><Au>Anacr.</Au></nS1></NE>', 'key': 'δαμάλης'}