Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δάκτυλος
δᾱλέομαι
δᾱλίον
Δᾱ́λιος
Δᾱλογενής
Δᾶλος
δᾱλός
δαμᾷ
δαμάζω
Δαμαῖος
δαμάλη
δαμάλης
δαμαλίζομαι
δάμαλις
δάμαρ
δάμασα
δαμάσδω
δαμασίμβροτος
δαμάσιππος
δαμασίφρων
δαμασίχθων
View word page
δαμάλη
δαμάληηςfδάμνημι cow, heiferE. Theoc.

ShortDef

a young heifer

Debugging

Headword:
δαμάλη
Headword (normalized):
δαμάλη
Headword (normalized/stripped):
δαμαλη
IDX:
7998
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7999
Key:
δαμάλη

Data

{'headword_display': '<b>δαμάλη</b>', 'content': '<NE><HG><HL>δαμάλη</HL><Infl>ης</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>δάμνημι</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>cow, heifer</Tr><Au>E. Theoc.</Au></nS1></NE>', 'key': 'δαμάλη'}