Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δακρυσταγής
δακρῡτός
δακρυχέω
δακρῡ́ω
δάκτυλα
δακτυλῆθραι
δακτυλιαῖος
δακτυλίδιον
δακτυλιογλυφίᾱ
δακτύλιος
δακτυλοδεικτέω
δακτυλόδεικτος
δάκτυλος
δᾱλέομαι
δᾱλίον
Δᾱ́λιος
Δᾱλογενής
Δᾶλος
δᾱλός
δαμᾷ
δαμάζω
View word page
δακτυλοδεικτέω
δακτυλοδεικτέωcontr.vbδακτυλόδεικτος point with one's fingerto indicate a villainD.

ShortDef

to point at with the finger

Debugging

Headword:
δακτυλοδεικτέω
Headword (normalized):
δακτυλοδεικτέω
Headword (normalized/stripped):
δακτυλοδεικτεω
IDX:
7986
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7987
Key:
δακτυλοδεικτέω

Data

{'headword_display': '<b>δακτυλοδεικτέω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>δακτυλοδεικτέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>δακτυλόδεικτος</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>point with one's finger<Expl>to indicate a villain</Expl></Tr><Au>D.</Au> </vS1> </VE>", 'key': 'δακτυλοδεικτέω'}