Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δακρύρροος
δακρυσίστακτα
δακρυσταγής
δακρῡτός
δακρυχέω
δακρῡ́ω
δάκτυλα
δακτυλῆθραι
δακτυλιαῖος
δακτυλίδιον
δακτυλιογλυφίᾱ
δακτύλιος
δακτυλοδεικτέω
δακτυλόδεικτος
δάκτυλος
δᾱλέομαι
δᾱλίον
Δᾱ́λιος
Δᾱλογενής
Δᾶλος
δᾱλός
View word page
δακτυλιογλυφίᾱ
δακτυλιογλυφίᾱᾱςfδακτύλιοςγλύφω art of engraving ringsPl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δακτυλιογλυφίᾱ
Headword (normalized):
δακτυλιογλυφίᾱ
Headword (normalized/stripped):
δακτυλιογλυφια
IDX:
7984
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7985
Key:
δακτυλιογλυφίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>δακτυλιογλυφίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>δακτυλιογλυφίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>δακτύλιος</Ref><Ref>γλύφω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>art of engraving rings</Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'δακτυλιογλυφίᾱ'}