Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δακρυρροέω
δακρύρροος
δακρυσίστακτα
δακρυσταγής
δακρῡτός
δακρυχέω
δακρῡ́ω
δάκτυλα
δακτυλῆθραι
δακτυλιαῖος
δακτυλίδιον
δακτυλιογλυφίᾱ
δακτύλιος
δακτυλοδεικτέω
δακτυλόδεικτος
δάκτυλος
δᾱλέομαι
δᾱλίον
Δᾱ́λιος
Δᾱλογενής
Δᾶλος
View word page
δακτυλίδιον
δακτυλίδιονουndimin. δάκτυλοςtoeAr.

ShortDef

ring

Debugging

Headword:
δακτυλίδιον
Headword (normalized):
δακτυλίδιον
Headword (normalized/stripped):
δακτυλιδιον
IDX:
7983
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7984
Key:
δακτυλίδιον

Data

{'headword_display': '<b>δακτυλίδιον</b>', 'content': '<NE><HG><HL>δακτυλίδιον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS><Ety>dimin. <Ref>δάκτυλος</Ref></Ety></HG><nS1><Tr>toe</Tr><Au>Ar.</Au></nS1></NE>', 'key': 'δακτυλίδιον'}