Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
δάκρυον
δακρυοπετής
δακρυπλώω
δακρυρροέω
δακρύρροος
δακρυσίστακτα
δακρυσταγής
δακρῡτός
δακρυχέω
δακρῡ́ω
δάκτυλα
δακτυλῆθραι
δακτυλιαῖος
δακτυλίδιον
δακτυλιογλυφίᾱ
δακτύλιος
δακτυλοδεικτέω
δακτυλόδεικτος
δάκτυλος
δᾱλέομαι
δᾱλίον
View word page
δάκτυλα
δάκτυλα
neut.nom.acc.pl.
see
δάκτυλος
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
δάκτυλα
Headword (normalized):
δάκτυλα
Headword (normalized/stripped):
δακτυλα
IDX:
7980
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7981
Key:
δάκτυλα
Data
{'headword_display': '<b>δάκτυλα</b>', 'content': '<XE><RefFm>δάκτυλα<LblR>neut.nom.acc.pl.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>δάκτυλος</Ref></XR> </XE>', 'key': 'δάκτυλα'}